μετάφραγμα

μετάφραγμα
το
1. ναυτ. χώρος τού πυροβολείου που βρίσκεται μεταξύ δύο καταστρωμάτων πλοίου
2. ζωολ. μεμβράνα η οποία χωρίζει τον θώρακα τών εντόμων από την κοιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”